«Άκου να δείς: Είτε φταίς είτε όχι, σαν δεν μπορείς άλλο να παλαίψεις, θα πεθάνεις».

Μπέρλτολντ Μπρεχτ

«Κοίτα να ξύνισι μόνους σ': Άμα σι ξύσ' άλλους ή θα σι ξύσ' αλλού ή θα σι γρατσ'νίσ'».

Η μάνα μου {μετάφραση από τα σκλιβανίτικα στο 69-76919060}

«...Μονάχα όταν το νερό έφτασε ίσαμε το σαγόνι του, έπαψε να ελπίζει κι άρχισε να κολυμπάει: Είχε καταλάβει πως βάρκα ήταν ο ίδιος».

Μπέρλτολντ Μπρεχτ {ξανά...}

22.2.10

Μιά θέση ...61 ετών αλλά τόσο νέα...

Γιατί σοσιαλισμός;
του ΑΛΜΠΕΡΤ ΑΪΝΣΤΑΪΝ
Albert Einstein, «Why Socialism?».
Δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του "Monthly Review"-ΗΠΑ, τον Μάϊο του 1949.
Η ελληνική του μετάφραση, από τον Νίκο Παπαπολύζο, δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουάριου 2005, της ελληνικής έκδοσης του "Monthly Review-Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Περιοδικό" και ξανά στο επετειακό τεύχος για τα 60 χρόνια του, τον Δεκέμβριο του 2009 {τεύχος no. 60/125}, μαζί με άλλα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα και συνεντεύξεις του Πώλ Σουήζυ, του Χάρρυ Μάγκντοφ και του Πώλ Μπαράν.
Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.


Είναι συγγνωστό για κάποιον που δεν είναι ειδικός σε οικονομικά και κοινωνικά θέματα να εκφράζει απόψεις για το αντικείμενο του σοσιαλισμού; Για αρκετούς λόγους πιστεύω πως είναι.

Ας εξετάσουμε το ερώτημα πρώτα από τη σκοπιά της επιστημονικής γνώσης. Μπορεί να φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην αστρονομία και στα οικονομικά: και στα δύο πεδία οι επιστήμονες επιχειρούν να ανακαλύψουν νόμους με γενική δυνατότητα εφαρμογής για μιαν ομάδα σαφώς περιγεγραμμένων φαινομένων, με σκοπό να κάνουν τη διασύνδεση μεταξύ των φαινομένων αυτών κατανοητή με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Στην πραγματικότητα, όμως, τέτοιου είδους μεθοδολογικές διαφορές όντως υφίστανται. Την ανακάλυψη γενικών νόμων στο πεδίο των οικονομικών δυσχεραίνει το γεγονός ότι τα οικονομικά φαινόμενα συχνά επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν χωριστά. Επιπρόσθετα, η πείρα που έχει συσσωρευτεί από την αρχή της λεγόμενης «πολιτισμένης περιόδου» της ανθρώπινης ιστορίας έχει επηρεαστεί και οριοθετηθεί –όπως είναι πολύ καλά γνωστό– σε μεγάλο βαθμό από αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν είναι οικονομικές στη φύση τους. Για παράδειγμα, τα περισσότερα μεγάλα κράτη στην ιστορία οφείλουν την ύπαρξή τους στις κατακτήσεις. Οι κατακτητές λαοί εδραίωσαν εαυτούς, νομικά και οικονομικά, ως την προνομιούχο τάξη των κατακτημένων χωρών. Άδραξαν για λογαριασμό τους ένα μονοπώλιο γαιοκτησίας και διόρισαν ένα ιερατείο μέσα από τις δικές τους τάξεις. Οι ιερείς, ελέγχοντας την εκπαίδευση, μετέτρεψαν τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε μόνιμο θεσμό και δημιούργησαν ένα σύστημα αξιών το οποίο έκτοτε καθοδηγεί, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων.

Όμως η ιστορική παράδοση ανήκει, τρόπος του λέγειν, στο χθες· πουθενά δεν έχουμε ξεπεράσει πραγματικά αυτό που ο Θόρσταϊν Βέμπλεν αποκάλεσε «αρπακτική φάση» της ανθρώπινης εξέλιξης. Τα παρατηρήσιμα οικονομικά γεγονότα ανήκουν σε αυτήν τη φάση, ενώ ακόμη και οι νόμοι που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτά δεν είναι εφαρμόσιμοι σε άλλες φάσεις. Εφόσον ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού είναι ακριβώς να ξεπεράσει την αρπακτική φάση της ανθρώπινης εξέλιξης και να προχωρήσει πέρα απ’ αυτήν, η οικονομική επιστήμη στην παρούσα κατάστασή της μπορεί να ρίξει αμυδρό μόνο φως στη σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος.

Δεύτερο, ο σοσιαλισμός διευθύνεται προς έναν κοινωνικό-ηθικό απώτερο στόχο. Η επιστήμη, εντούτοις, δεν μπορεί να δημιουργεί απώτερους στόχους και, ακόμη λιγότερο, να τους ενσταλάζει στα ανθρώπινα όντα· η επιστήμη, το πολύ, μπορεί να παρέχει τα μέσα για την επίτευξη συγκεκριμένων απώτερων στόχων. Όμως οι απώτεροι στόχοι καθαυτοί συλλαμβάνονται από προσωπικότητες με ανώτερα ιδεώδη και –όταν αυτοί οι απώτεροι στόχοι δεν είναι θνησιγενείς, αλλά ζωτικοί και ρωμαλέοι– υιοθετούνται και υπηρετούνται από τα πολυάριθμα εκείνα ανθρώπινα όντα που, μισο-ασυνείδητα, καθορίζουν την αργή εξέλιξη της κοινωνίας.

Γι’ αυτούς τους λόγους, θα έπρεπε να είμαστε σε επιφυλακή, ώστε να μην υπερεκτιμούμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους προκειμένου για ζητήματα ανθρώπινων προβλημάτων· και δεν θα έπρεπε να δεχόμαστε πως οι ειδικοί είναι οι μόνοι που έχουν δικαίωμα να εκφράζονται για ζητήματα που θίγουν την οργάνωση της κοινωνίας.

Αμέτρητες φωνές διατείνονται εδώ και αρκετό καιρό ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνά κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει υποστεί βαρύ πλήγμα. Χαρακτηριστικό μιας τέτοιας κατάστασης είναι το ότι τα άτομα αισθάνονται αδιάφορα, ή ακόμη και εχθρικά, απέναντι στην ομάδα, τη μικρή ή τη μεγάλη, στην οποία ανήκουν. Για να διασαφηνίσω τι εννοώ, ας καταγράψω εδώ μια προσωπική εμπειρία. Συζητούσα πρόσφατα με έναν ευφυή και καλοπροαίρετο άνθρωπο την απειλή ενός ακόμη πολέμου, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ύπαρξη της ανθρωπότητας, και παρατήρησα ότι μόνο ένας υπερεθνικός οργανισμός θα παρείχε προστασία από έναν τέτοιο κίνδυνο. Ευθύς αμέσως ο επισκέπτης μου, πολύ ήρεμα και ψύχραιμα, μου είπε: «Γιατί αντιτίθεσαι τόσο πολύ στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;».

Είμαι σίγουρος ότι μόλις έναν αιώνα πριν κανείς δεν θα έκανε μια δήλωση αυτού του είδους με τόση ελαφρότητα. Είναι η δήλωση ενός ανθρώπου που έχει μάταια μοχθήσει να πετύχει ισορροπία μέσα του και που έχει λίγο πολύ χάσει την ελπίδα να το καταφέρει. Είναι η έκφραση μιας οδυνηρής μοναξιάς και απομόνωσης, από τις οποίες τόσο πολλοί άνθρωποι υποφέρουν στις μέρες μας. Ποια είναι η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;

Είναι εύκολο να θέτει κανείς τέτοια ερωτήματα, αλλά δύσκολο να τα απαντήσει με κάποιο βαθμό βεβαιότητας. Ωστόσο, πρέπει να το προσπαθήσω όσο καλύτερα μπορώ, αν και έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι τα συναισθήματα και οι μόχθοι μας είναι συχνά αλληλοσυγκρουόμενα και ασαφή, και ότι δεν μπορούν να εκφραστούν με εύκολες και απλές διατυπώσεις.

Ο άνθρωπος είναι, την ίδια στιγμή, ένα μοναχικό αλλά και ένα κοινωνικό ον. Ως μοναχικό ον, επιχειρεί να προστατεύσει τη δική του ύπαρξη αλλά και αυτήν των πιο κοντινών του προσώπων, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες και να αναπτύξει τις έμφυτες ικανότητές του. Ως κοινωνικό ον, επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και τη στοργή των συνανθρώπων του, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τους παρηγορήσει στις λύπες τους και να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής τους. Η ύπαρξη και μόνο αυτών των ποικίλων, συχνά συγκρουόμενων, μόχθων εξηγεί τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός ανθρώπου, και ο συγκεκριμένος συνδυασμός τους ορίζει την έκταση στην οποία ένα άτομο μπορεί να επιτύχει εσωτερική ισορροπία καθώς και να συνεισφέρει στην ευημερία της κοινωνίας. Είναι αρκετά πιθανό ότι η σχετική δύναμη αυτών των δύο ορμών καθορίζεται, ως επί το πολύ, από την κληρονομικότητα. Αλλά η προσωπικότητα που τελικά προκύπτει διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον στο οποίο συμβαίνει να βρίσκεται ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, από τη δομή της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από τις παραδόσεις αυτής της κοινωνίας και από την επιδοκιμασία της προς συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς. Η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει για το μεμονωμένο ανθρώπινο ον το τελικό σύνολο των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του με τους συγχρόνους του, αλλά και με όλους τους ανθρώπους των προηγούμενων γενεών. Το άτομο είναι σε θέση να σκέφτεται, να αισθάνεται, να μοχθεί και να εργάζεται μόνο του, όμως εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία –για τη σωματική, την πνευματική και τη συναισθηματική του ύπαρξη– ώστε είναι αδύνατο να το εννοήσουμε ή να το κατανοήσουμε έξω από το κοινωνικό πλαίσιο. Η «κοινωνία» είναι αυτή που προμηθεύει στον άνθρωπο τροφή, ένδυση, μια στέγη, τα σύνεργα της δουλειάς, τη γλώσσα, τις μορφές της σκέψης και το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της σκέψης· η ζωή του γίνεται εφικτή μέσω της εργασίας και των επιτευγμάτων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων, παρελθόντων και παρόντων, όλων αυτών που κρύβονται πίσω από τη μικρή λέξη «κοινωνία».

Γι’ αυτούς τους λόγους, είναι προφανές ότι η εξάρτηση του ατόμου από την κοινωνία αποτελεί ένα γεγονός που –όπως ακριβώς συμβαίνει με τα μυρμήγκια και τις μέλισσες– δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Εντούτοις, ενώ ολόκληρη η διαδικασία της ζωής των μυρμηγκιών και των μελισσών είναι καθορισμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια από άκαμπτα, κληρονομικά ένστικτα, ο κοινωνικός σχηματισμός και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι στοιχεία εξαιρετικά μεταβλητά και υποκείμενα σε αλλαγές. Η μνήμη, η ικανότητα δημιουργίας νέων συνδυασμών και το χάρισμα της προφορικής επικοινωνίας έκαναν εφικτές στους κόλπους των ανθρώπινων όντων εξελίξεις οι οποίες δεν υπαγορεύονται από βιολογικές αναγκαιότητες. Τέτοιες εξελίξεις εκδηλώνονται στις παραδόσεις, στους θεσμούς και στις οργανώσεις· στη λογοτεχνία· στα επιστημονικά και τεχνικά επιτεύγματα· στα έργα τέχνης. Τούτο εξηγεί πώς συμβαίνει, ώστε, κατά μίαν έννοια, ο άνθρωπος να μπορεί να επηρεάζει τη ζωή του μέσα από τη δική του συμπεριφορά, και ώστε σε αυτήν τη διαδικασία να παίζει ρόλο η ενσυνείδητη σκέψη και βούληση.

Ο άνθρωπος αποκτά εκ γενετής μέσω της κληρονομικότητας μία βιολογική σύσταση, συμπεριλαμβανόμενων των φυσικών παρορμήσεων οι οποίες είναι χαρακτηριστικές για το ανθρώπινο είδος, την οποία πρέπει να θεωρήσουμε καθορισμένη και αναλλοίωτη. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της ζωής του αποκτά μία πολιτιστική σύσταση, την οποία υιοθετεί από την κοινωνία μέσω της επικοινωνίας και μέσω πολλών άλλων τύπων επιρροής. Είναι αυτή η πολιτιστική σύσταση η οποία, με το πέρασμα του χρόνου, υπόκειται σε αλλαγές και η οποία καθορίζει σε πολύ μεγάλη έκταση τη σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας. Η σύγχρονη ανθρωπολογία, μέσα από τη συγκριτική διερεύνηση των λεγόμενων «πρωτόγονων πολιτισμών», μας έχει διδάξει ότι η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων μπορεί να διαφέρει πολύ, ανάλογα με τα κυρίαρχα πολιτιστικά σχήματα και τους τύπους οργάνωσης που επικρατούν στην κοινωνία. Πάνω σε αυτό είναι όπου βασίζουν τις ελπίδες τους όσοι μοχθούν να βελτιώσουν το πεπρωμένο της ανθρωπότητας: τα ανθρώπινα όντα δεν είναι καταδικασμένα να αλληλο-εκμηδενίζονται ή να βρίσκονται στο έλεος μιας σκληρής, αυτεπάγγελτα επιβαλλόμενης μοίρας, λόγω της βιολογικής τους σύστασης.

Αν αναρωτηθούμε πώς θα έπρεπε να αλλάξουν η δομή της κοινωνίας και η πολιτιστική στάση του ανθρώπου, προκειμένου να κάνουν την ανθρώπινη ζωή όσο πιο ικανοποιητική γίνεται, θα έπρεπε να έχουμε διαρκώς συνείδηση του γεγονότος ότι υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες δεν είμαστε σε θέση να τροποποιήσουμε. Όπως προαναφέρθηκε, η βιολογική φύση του ανθρώπου, σε κάθε περίπτωση, δεν υπόκειται σε αλλαγές. Επιπλέον, οι τεχνολογικές και δημογραφικές εξελίξεις των λίγων τελευταίων αιώνων δημιούργησαν συνθήκες οι οποίες έχουν πλέον μονιμοποιηθεί. Σε πληθυσμούς με σχετικά πυκνή εγκατάσταση, μαζί με τα αγαθά τα οποία είναι απαραίτητα για τη συνέχιση της ύπαρξής τους, ένας άκρως λεπτομερής καταμερισμός της εργασίας και ένας εξαιρετικά συγκεντρωτικός παραγωγικός μηχανισμός είναι απόλυτα αναγκαίοι. Η εποχή –η οποία, κοιτάζοντας πίσω, μοιάζει τόσο ειδυλλιακή– που τα άτομα ή οι σχετικά μικρές ομάδες μπορούσαν να ζουν με πλήρη αυτάρκεια έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ελάχιστη μόνο υπερβολή θα ήταν, αν λέγαμε ότι η ανθρωπότητα συνιστά, ακόμη και τώρα, μια πλανητική κοινότητα παραγωγής και κατανάλωσης.

Έχω φτάσει πλέον στο σημείο όπου μπορώ να επισημάνω εν συντομία τι συνιστά, κατ’ εμέ, την ουσία της κρίσης της εποχής μας. Αφορά τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία. Το άτομο έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο από ποτέ την εξάρτησή του από την κοινωνία. Δεν βιώνει όμως αυτήν την εξάρτηση ως ένα θετικό περιουσιακό στοιχείο, ως έναν οργανικό δεσμό, ως μία προστατευτική δύναμη, αλλά μάλλον ως μιαν απειλή για τα φυσικά του δικαιώματα, ή ακόμη και για την οικονομική του υπόσταση. Ακόμη, η θέση του στην κοινωνία είναι τέτοια, ώστε υπερτονίζονται διαρκώς οι εγωιστικές ορμές της ψυχοσύνθεσής του, ενώ οι κοινωνικές ορμές του, οι οποίες είναι φύσει ασθενέστερες, υφίστανται σταδιακή επιδείνωση. Όλα τα ανθρώπινα όντα, όποια κι αν είναι η θέση τους στην κοινωνία, υποφέρουν από αυτήν τη διαδικασία επιδείνωσης. Ανεπίγνωστοι δεσμώτες του ίδιου του εγωισμού τους, νιώθουν ανασφαλή, μόνα και στερημένα από την πρωτόλεια, απλή και ανεπιτήδευτη απόλαυση της ζωής. Ο άνθρωπος μπορεί να βρει νόημα στη ζωή, τη σύντομη και την επικίνδυνη, μόνο μέσα από την αφοσίωσή του στην κοινωνία.

Η οικονομική αναρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως αυτή υφίσταται σήμερα, είναι, κατά τη γνώμη μου, η πηγή του κακού. Βλέπουμε μπροστά μας μια τεράστια κοινότητα παραγωγών, τα μέλη της οποίας μοχθούν αδιάκοπα να στερήσουν το ένα από το άλλο τους καρπούς της συλλογικής εργασίας τους – όχι διά της βίας, αλλά, στο σύνολό τους, με την ευπειθή συμμόρφωση σε νομικά καθιερωμένους κανόνες. Από αυτήν την άποψη, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι τα μέσα παραγωγής (δηλαδή, η συνολική παραγωγική ικανότητα που χρειάζεται για την παραγωγή καταναλωτικών ειδών καθώς και πρόσθετων κεφαλαιουχικών αγαθών) μπορούν, σύμφωνα με το νόμο, να είναι –και στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι– ατομική ιδιοκτησία.

Χάριν απλότητας, στη συζήτηση που ακολουθεί ονομάζω «εργαζομένους» όλους εκείνους που δεν κατέχουν μερίδιο στην κτήση των μέσων παραγωγής – αν και αυτό δεν αντιστοιχεί ακριβώς στη συνήθη χρήση του όρου. Ο κάτοχος των μέσων παραγωγής είναι σε θέση να αγοράζει την εργατική δύναμη του εργαζομένου. Χρησιμοποιώντας τα μέσα παραγωγής, ο εργαζόμενος παράγει καινούρια αγαθά, τα οποία περιέρχονται στην ιδιοκτησία του καπιταλιστή. Το ουσιώδες σημείο αυτής της διαδικασίας είναι η σχέση μεταξύ του τι παράγει ο εργάτης και του τι πληρώνεται –μετρημένα και τα δύο με όρους πραγματικής αξίας. Στο μέτρο όπου η σύμβαση εργασίας είναι «ελεύθερη», το τι απολαμβάνει ο εργαζόμενος δεν καθορίζεται από την πραγματική αξία των αγαθών που παράγει, αλλά από το ελάχιστο των αναγκών του καθώς και από τη ζήτηση εργατικού δυναμικού εκ μέρους του καπιταλιστή σε συνάρτηση με τον αριθμό των εργατών που ανταγωνίζονται για θέσεις εργασίας. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, ακόμη και στη θεωρία, η αμοιβή του εργαζομένου δεν καθορίζεται από την αξία του προϊόντος που παράγει.

Το ιδιωτικό κεφάλαιο τείνει να συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, εν μέρει λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστών και εν μέρει επειδή η τεχνολογική εξέλιξη και ο αυξανόμενος καταμερισμός εργασίας ενθαρρύνουν το σχηματισμό μεγαλύτερων μονάδων παραγωγής σε βάρος των μικρότερων. Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι μια ολιγαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, η τεράστια ισχύς της οποίας δεν μπορεί να ελεγχθεί αποτελεσματικά, ακόμη και από μια δημοκρατικά οργανωμένη πολιτική κοινωνία. Αυτό ισχύει, εφόσον τα μέλη των νομοθετικών σωμάτων επιλέγονται από πολιτικά κόμματα που σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτούνται ή επηρεάζονται με άλλους τρόπους από ιδιώτες καπιταλιστές, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, διαχωρίζουν το εκλογικό από το νομοθετικό σώμα. Η συνέπεια είναι ότι, στην πραγματικότητα, οι αντιπρόσωποι του λαού δεν προστατεύουν επαρκώς τα συμφέροντα των μη προνομιούχων τμημάτων του πληθυσμού. Ακόμη, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες, οι ιδιώτες καπιταλιστές αναπόφευκτα ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, τις κύριες πηγές πληροφόρησης (τον Τύπο, το ραδιόφωνο, την εκπαίδευση). Είναι λοιπόν εξαιρετικά δύσκολο –και μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλλον απίθανο– ο μεμονωμένος πολίτης να καταλήξει σε αντικειμενικά συμπεράσματα και να κάνει νοήμονα χρήση των πολιτικών δικαιωμάτων του.

Η κρατούσα κατάσταση σε μιαν οικονομία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται λοιπόν από δύο κύριες αρχές: πρώτο, υπάρχει ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (του κεφαλαίου), και οι ιδιοκτήτες τους τα διαθέτουν όπως αυτοί νομίζουν· δεύτερο, οι συμβάσεις εργασίας είναι ελεύθερες. Βέβαια, δεν υφίσταται καμία καθαρά καπιταλιστική κοινωνία υπ’ αυτήν την έννοια. Εν προκειμένω, θα έπρεπε να παρατηρήσουμε ότι οι εργαζόμενοι, μέσα από μακρούς και πικρούς πολιτικούς αγώνες, έχουν πετύχει την εξασφάλιση μιας κάπως βελτιωμένης μορφής «ελεύθερων συμβάσεων εργασίας» για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων. Αλλά, ιδωμένη στο σύνολό της, η σημερινή οικονομία δεν διαφέρει πολύ από τον «καθαρό» καπιταλισμό.

Η παραγωγή διεξάγεται χάριν του κέρδους, όχι χάριν της χρήσης. Καμία πρόνοια δεν υπάρχει ώστε όλοι όσοι είναι ικανοί και θέλουν να δουλέψουν να είναι πάντοτε σε θέση να βρουν απασχόληση· σχεδόν πάντοτε υπάρχει ένας «στρατός ανέργων». Ο εργαζόμενος φοβάται διαρκώς ότι θα χάσει τη δουλειά του. Εφόσον οι άνεργοι και οι κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι δεν αποτελούν προσοδοφόρο αγορά, η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών περιορίζεται, και συνέπεια είναι η μεγάλη οικονομική δυσπραγία. Η τεχνολογική πρόοδος συχνά καταλήγει σε μεγαλύτερη ανεργία αντί σε ελάφρυνση του φόρτου εργασίας για όλους. Το κίνητρο του κέρδους, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών, ευθύνεται για μιαν αστάθεια στη συσσώρευση και τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου, η οποία οδηγεί σε διαρκώς σοβαρότερες υφέσεις. Ο δίχως όρια ανταγωνισμός οδηγεί σε τεράστια σπατάλη εργασίας καθώς και σε εκείνο το σακάτεμα της κοινωνικής συνείδησης των ατόμων το οποίο προανέφερα.

Αυτό το σακάτεμα των ατόμων θεωρώ ως το χειρότερο κακό του καπιταλισμού. Ολόκληρο το εκπαιδευτικό μας σύστημα υποφέρει από αυτό το κακό. Εμφυσάται μία καθ’ υπερβολή ανταγωνιστική στάση στον μαθητή, ο οποίος, ως προετοιμασία για τη μελλοντική του σταδιοδρομία, εκπαιδεύεται να λατρεύει την κτητική επιτυχία.

Είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να εξαλειφθούν αυτά τα βαριά δεινά· η εγκαθίδρυση, δηλαδή, μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, συνοδευόμενης από ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα ήταν προσανατολισμένο σε κοινωνικούς στόχους. Σε μια τέτοια οικονομία, τα μέσα παραγωγής είναι κτήμα της ίδιας της κοινωνίας και χρησιμοποιούνται με σχεδιασμένο τρόπο. Μια σχεδιασμένη οικονομία, η οποία προσαρμόζει την παραγωγή στις ανάγκες της κοινότητας, θα κατένεμε την εργασία που θα έπρεπε να γίνει σε όλους όσοι είναι ικανοί να εργαστούν, και θα εγγυόταν τα προς το ζην σε κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί. Η εκπαίδευση του ατόμου, παράλληλα με την καλλιέργεια των δικών του έμφυτων ικανοτήτων, θα επιχειρούσε να αναπτύξει μέσα του ένα αίσθημα ευθύνης για τους συνανθρώπους του στη θέση της δοξολόγησης της ισχύος και της επιτυχίας στη σημερινή κοινωνία μας.

Παρ’ όλα αυτά, είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι μια σχεδιασμένη οικονομία δεν είναι ακόμη σοσιαλισμός. Μια σχεδιασμένη οικονομία μπορεί καθαυτή να συνοδεύεται από την ολοκληρωτική υποδούλωση του ατόμου. Η επίτευξη του σοσιαλισμού προαπαιτεί την επίλυση κάποιων εξαιρετικά δύσκολων κοινωνικο-πολιτικών προβλημάτων: πώς είναι δυνατό, ενόψει του εκτεταμένου συγκεντρωτισμού της πολιτικής και οικονομικής ισχύος, να αποτραπεί η εξέλιξη της γραφειοκρατίας σε παντοδύναμη και αλαζονική; Πώς μπορούν να προστατευτούν τα δικαιώματα του ατόμου και να εξασφαλιστεί δι’ αυτού του τρόπου ένα δημοκρατικό αντίβαρο στην ισχύ της γραφειοκρατίας;

Στη μεταβατική εποχή μας η σαφήνεια ως προς τους στόχους και τα προβλήματα του σοσιαλισμού έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Εφόσον, κάτω από τις παρούσες περιστάσεις, η ελεύθερη και ανεμπόδιστη συζήτηση αυτών των προβλημάτων έχει καταντήσει ισχυρό ταμπού, θεωρώ την ίδρυση αυτού του περιοδικού ως σημαντική δημόσια υπηρεσία.